- καντρίλια
- (quadrille). Γαλλικός χορός, που εκτελείται συνήθως από τέσσερα ζευγάρια. Προέρχεται από τον αγγλικό country dance, που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στην ελισαβετιανή περίοδο. Η κ. απέκτησε μεγάλη δημοτικότητα στα πρώτα χρόνια του 19ου αι. και διαδόθηκε στην εξευγενισμένη της μορφή, που χωρίζεται σε πέντε μέρη (pantalon, été, poule, pastourelle, flnale). Ο χορευτής υπακούει σε ειδικούς κανόνες, οι οποίοι καθορίζουν το ξεκίνημα κάθε μέρους. Αργότερα η κ. αντικαταστάθηκε από την πόλκα.
* * *και καντρίλια και καδρίλια, ηείδος ευρωπαϊκού χορού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. quadriglia «ομάδα τεσσάρων χορευτών»].
Dictionary of Greek. 2013.